- πελαργός
- οθηλ. πελαργίνα μεγαλόσωμο πουλί που έρχεται στην Ελλάδα μαζί με τα χελιδόνια, λέλεκας, λελέκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πελαργός — stork masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργός — Oνομασία μερικών μεγαλόσωμων καλοβατικών πτηνών, της οικογένειας των πελαργιδών. Ο λευκός π. (cinonia ciconia), τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας, γνωστός ως λελέκι, έχει μήκος 1,30 μ. και άνοιγμα φτερών που μπορεί να ξεπεράσει τα 2,20 μ. Το… … Dictionary of Greek
πελαργοῖς — πελαργός stork masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργοί — πελαργός stork masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργοῦ — πελαργός stork masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργούς — πελαργός stork masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργέ — πελαργός stork masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργῶν — πελαργός stork masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργῷ — πελαργός stork masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργόν — πελαργός stork masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)